- ὑποσακκίζω
- ὑπο-σακκίζω, (1) unten durchschlagen, durchseihen; übertr., allmählich durchbringen, vermindern; (2) = καλπάζω, traben; τῆς ὁδοῦ, auf dem Wege allmählich vorwärts traben
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υποσακίζω — και ὑποσακκίζω ΜΑ φρ. «ὑποσακίζω τῆς ὁδοῡ» α) προχωρώ βιαστικά και ζωηρά β) (για άλογο) καλπάζω αρχ. 1. στραγγίζω με την βοήθεια σάκου («ὑποσακκίζειν ὑπηθεῑν τῷ σάκκῳ», Ησύχ.) 2. παθ. ὑποσακίζομαι και ὑποσακκίζομαι μτφ. καταναλώνομαι, ξοδεύομαι.… … Dictionary of Greek
υποσακισμός — και παλ. τ. υποσακκισμός, ο, Ν είδος καλπασμού τού αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὑποσακίζω / ὑποσακκίζω «προχωρώ ζωηρά και βιαστικά, καλπάζω». Ο τ. ὑποσακκισμός μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek